................................. Διαδικτυακή ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΜΕ ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚOΣΜΟΥ • online...................................

γειτονιά // Ουσιαστικό θηλυκό // το σύνολο από γειτονικά σπίτια, το οποίο αποτελεί τμήμα της συνοικίας συνώνυμο: μαχαλάς συνεκδοχικά το σύνολο των ανθρώπων που κατοικούν σε γειτονικά σπίτια // (μεταφορικά) το σύνολο όμορων χωρών //(σε γενική, ως χαρακτηρισμός) της γειτονιάς: περιφερειακός συνοικιακός
Μαθηματικά η γειτονιά ενός σημείου είναι μία από τις βασικές τοπολογικές έννοιες και χρησιμοποιείται για να τυποποιήσει την «εγγύτητα» άλλων σημείων προς αυτό.




Καλημέρα γείτονα...
Powered By Blogger

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Το 41ο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας

          ΣΙΝΕΜΑ          
το Φεστιβάλ των μικρομηκάδων
  κινηματογράφος, φεστιβάλ, ταινίες, Δράμα  

Έναρξη για το 41ο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας έγινε την Κυριακή  16 Σεπτεμβρίου 2018 και θα διαρκέσει έως τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ στο πρόγραμμά του φιλοξενεί 195 ταινίες από 52 χώρες, αλλά και μια σειρά από ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές εκδηλώσεις.

Ο Αντώνης Παπαδόπουλος, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ τόνισε:
«Το Φεστιβάλ Δράμας ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον, μετά τη δρομολόγηση της ανακατασκευής της μεγάλης Καπναποθήκης που θα στεγάσει τη διοργάνωση, αλλά και την ανακοίνωση της συνεργασίας του με το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ). Αξιοποιώντας τη δυναμική του φεστιβάλ, το ΕΑΠ θεσπίζει πρόγραμμα Κινηματογραφικών Σπουδών στην πόλη της Δράμας το οποίο θα αρχίσει να λειτουργεί όταν παραδοθεί ο νέος χώρος επί της οδού Περδίκα. Η φιλοδοξία είναι μέχρι το 2021 να έχει αποπερατωθεί η ανακατασκευή της Καπναποθήκης. Όλα αυτά αποτελούν μια δικαίωση πολυετών και επίπονων προσπαθειών για να αναδείξουμε την ουσιαστική αξία ενός κινηματογραφικού γεγονότος και τη βαρύτητά του για μια μικρή πόλη».
Φέτος η διάρκεια του Φεστιβάλ Δράμας παρατείνεται κατά μία ημέρα, ενώ μετά την επιπλέον χρηματοδότηση του υπουργού Εσωτερικών Αλέξη Χαρίτση, το φεστιβάλ είναι πλέον σε θέση να προσκαλέσει μεγαλύτερο αριθμό επαγγελματιών της κινηματογραφικής κοινότητας. «Συγκεκριμένα, φέτος προσκαλεί δύο συντελεστές από κάθε διαγωνιζόμενη ταινία για όλη την εβδομάδα -δηλαδή αριθμό διπλάσιο σε σχέση με το παρελθόν. Έτσι η διοργάνωση, θα διεξαχθεί με μεγαλύτερη δυναμική και ο σημαντικός αριθμός των κινηματογραφιστών θα συντελέσει στο να γίνει μια πραγματική γιορτή του σινεμά» επισημαίνει ο κ. Παπαδόπουλος.

67 ταινίες υποψήφιες για βραβείο

Στον φετινό κινηματογραφικό θεσμό που θα διεξαχθεί στην αίθουσα «Ολύμπια» και το Δημοτικό Ωδείο συμμετέχουν αρκετοί παλιοί γνώριμοι του φεστιβάλ που έχουν διακριθεί στο παρελθόν, αλλά και πολλοί πρωτοεμφανιζόμενοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Τα βραβεία θα διεκδικήσουν 67 ταινίες, από συνολικά 227 αιτήσεις.

«Είναι εξαιρετικά ευχάριστο ότι την αριθμητική έκρηξη των ταινιών μικρού μήκους συνοδεύει και μια ποιοτική έκρηξη. Η ταινία μικρού μήκους αποδεικνύεται ο πλέον ώριμος χρονικογράφος του καιρού μας. Το μέγεθος και η διάρκεια βοηθούν στην ταχύτητα της αποτύπωσης» σημειώνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ.
Στη θεματολογία των ταινιών επικρατούν η οικονομική κρίση και οι εργασιακές σχέσεις, ενώ υπάρχουν και ταινίες που ασχολούνται με αντικείμενα όπως η γενιά των social media, η νέα γλώσσα των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, ο εθισμός στο διαδίκτυο, η «σελφίτιδα» και η φρενίτιδα των live, οι γνωριμίες μέσω Facebook, αλλά και τα fake news. Επίσης, οι ανθρώπινες σχέσεις, η διαχείριση της απώλειας, η οικογένεια και ο έρωτας, θέματα που απασχλούν όλους, άρα και τους κινηματογραφιστές.
συνεχίζουν σταθερά να εμπνέουν τους δημιουργούς, ενώ κάποιοι τολμούν να θίξουν θέματα ταμπού, όπως οι ομοφυλοφιλικές ερωτικές σχέσεις μεταξύ Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων. Αν και φέτος λείπουν οι κωμωδίες, αρκετοί σκηνοθέτες έχουν επιλέξει να διηγηθούν μετααποκαλυπτικές ιστορίες για το ζοφερό αύριο ενός πολιτισμού σε παρακμή.
62 ταινίες από 49 χώρες το Διεθνές Τμήμα
Στο Διεθνές Τμήμα θα προβληθούν 62 ταινίες από 49 χώρες του κόσμου, από τη Μαλαισία μέχρι τα νησιά Φερόε. Από την Ελλάδα επελέγησαν να συμμετάσχουν οι ταινίες: «Η σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν» του Βασίλη Κεκάτου, «Έκτορας Μαλό: η τελευταία μέρα της χρονιάς» της Ζακλίν Λέντζου και «Penal Colony» των Μάνου Τσίζεκ και Λίντσει Αλιξανιάν. Από την Κύπρο συμμετέχει η ταινία «Πέρα από τα αστέρια» της Στελάνα Κληρής.
Το Φεστιβάλ Δράμας συνεχίζει να υποστηρίζει την παραγωγή ταινιών μικρού μήκους και να επιμορφώνει τους νέους σκηνοθέτες. Στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής του πλατφόρμας «Drama Mini Talent Lab», πραγματοποιεί και φέτος εργαστήριο παρουσίασης οπτικοακουστικών σχεδίων μικρού μήκους σε παραγωγούς και χρηματοδότες, ενώ δίνει την ευκαιρία στους συμμετέχοντες να παρουσιάσουν το πρότζεκτ τους σε σημαντικούς υποψήφιους χρηματοδότες και παραγωγούς από την Ελλάδα και το εξωτερικό (Pitching Forum).
Άλλες εκδηλώσεις

Στο υπόλοιπο πρόγραμμα η φετινή διοργάνωση φιλοξενεί, μεταξύ άλλων, το «4ο Βαλκανικό Πανόραμα» με μια επιλογή σημαντικών ταινιών τελευταίας παραγωγής , τιμά τους πρωτεργάτες του Φεστιβάλ «Clermont- Ferrand», παρουσιάζει το ειδικό πρόγραμμα «Short Matters! 2017» με τις 15 υποψήφιες ταινίες για τα βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου 2017, καθώς και το πρόγραμμα «EU and ΜΕ» με πέντε ταινίες μικρού μήκους που ενημερώνουν για ισάριθμα θέματα που σχετίζονται με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Θα προσθέσουμε δε τα «Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια» (17-21/9), σε παρουσίαση και επιμέλεια του συγγραφέα-δημοσιογράφου Παύλου Μεθενίτη, με τη συμμετοχή των Άλκης Ζέη, Τίτου Πατρίκιου, Αμάντας Μιχαλοπούλου, Μάνου Κοντολέων, Δημήτρη Χαρίτου, Μάρτα Σίλβια Διος Σανς, Βίβιαν Στεργίου, Ηλία Μωραΐτης, των Δραμινών Βασίλης Τσιαμπούσης και Πολύνας Γ. Μπανά, καθώς και των σκηνοθετών Κώστα Φέρρη, Δημήτρη Αθανίτη και Ελισάβετ Χρονοπούλου που θα παρουσιάσουν τα νέα βιβλία τους.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

http://www.efsyn.gr/arthro/sikonei-aylaia-festival-ton-mikromikadon

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ

Λεωνίδας Ανδριανός



ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ (κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλολόγια ένα σωρό, πήρα δρόμους και σοκάκια, την αγάπη μου νά βρώ...Ξυλούρης) τής 10ετίας τού 1950. Α ξέρατε, πόσων ελεύθερων κοριτσιών τά ονειρα εθρεψε αυτός ο μικρός πραματευτής! Πόσα λαχτάρισαν περιμένοντας τόν ερχομό του, στήν γειτονιά τους, μέ τά νέα κλαρωτά...τσίτια! 
Πόσα κορίτσια, εφτιαξαν τήν προίκα τους, ξεπληρώνοντας τόν εμπορα, μέ δόσεις, ακόμα καί μέ ...αυγά! Πόσα δέν εφτιαξαν ...κλαρωτό φουστάνι, γιά τό Πάσχα, γιά τό πανηγύρι, γιά τόν ερχομό, τού ...πριγκηπα καβάλα στό ασπρο αλογο! 
Πόσα, πόσα, .. αν ξέρατε !!

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Απόλαυσις στη Γειτονιά

Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Άστυ σε δύο συνέχειες, στις 15 και 16 Αυγούστου 1900. Σάτιρα και δράμα μαζί, μοναδικό στο είδος του, γιατί του λείπει ολότελα η αφήγηση και όλη η ιστορία εξελίσσεται μεσ’ από το κουτσομπολιό των γυναικών μιας γειτονιάς της Αθήνας για ένα νεαρό άνδρα, που αυτοκτόνησε από έρωτα.
Διηγηματογράφος, ποιητής, δημοσιογράφος και μεταφραστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

- Ετελείωσε;... αλήθεια;
- Tώρα ξεψύχησε.
- Και τον εμεταλάβανε;
- Θα τον θάψουν με παπάδες;
- Έζησε ως δεκαπέντε ώρες.
  Από παράθυρον εις αυλόπορταν, από εξώστην εις δώμα, από χαμόγειον εις ανώγειον, επετούσαν το πρωί οι πτερόεντες αυτοί διάλογοι μεταξύ των γειτονισσών. Και μεγάλη περιέργεια εφέρετο ελαφρά εις τον αέρα.
- Η άμοιρη η μάννα! κλαίει και δέρνεται.
- Ο πατέρας, ο έρμος, λείπει.
- Και δεν του ντελεγραφούνε νάρθη;
- Είπαν πως του ντελεγραφήσανε.
- Που βρίσκεται;
- Στη Λειβαδιά, μούπαν, ή στο Λιδωρίκι.
- Στα Σάλωνα, όχι στην Λειβαδιά!
- Στην Σαντορίνη, όχι στα Σάλωνα!
- Η δόλια η μαννούλα τα τραβά όλα.
- Και δε λυπήθηκε τα νιάτα του;... Δεκαοχτώ χρονών παιδί, ακούς εσύ!
- Και τι μορφόπαιδο! τι σεμνό και συλλογισμένο περπατούσε!
- Ακόμα δεν ίδρωνε το μουστάκι του! Κι έκαμε τη ζωή του χαλάλι!
- Στην κοιλιά είχε χτυπηθή;
- Στο στομάχι, παραπάνω, στο στήθος, κοντά στο βυζί.
- Στο υπογάστριο, όχι στο στήθος!
- Με μαχαίρι;
- Με μαχαίρι.
- Δεν ήξευρε να χτυπηθή, το ελάχιστο, στο πόδι! είπε η μία.
- Στο σπίτι μέσα μαχαιρώθηκε;
- Απάνω, στο Αστεροσκοπείο.
- Στο Θησείο, καλέ, όχι στο Αστεροσκοπείο!
- Κι έζησε δεκαπέντε ώρες;
- Μάλιστα, από εψές το δειλινό ως τα σήμερα το πρωί.
- Και τι να λιμπιστή; Το επήρε κατάκαρδα, ως τόσο.
- Κείνο το κορίτσι το μελαχροινό!
- Είδες μαύρη που ήταν· μα νόστιμη, αλήθεια.
- Τι είναι; τι είναι; ηρώτησε μία άνιφτη, αχτένιστη, η οποία τώρα ακόμη εξήλθεν από το υπόγειον δωμάτιον, όπου εκατοικούσε.
- Να, ο Μιχαλάκης που σκοτώθηκε.
- Ποιος Μιχαλάκης;
- Κείνο το παιδί της κυρίας Βασιλειάδους, που περνούσε από 'δω.
- Α! ο Μιχαλάκης, της κυρίας Βασιλειάδους; και γιατί σκοτώθηκε;
- Εσύ μονάχα δεν είσ’ από 'δω; Δεν άκουσες τίποτα;
- Όχι, γιατί σκοτώθηκε;
- Θέλεις να σου πω το γιατί; Να, από έρωτα, το καημένο...
- Και ποιαν αγαπούσε;
- Θα τον θάψουν, λέει, με παπάδες; Έδωκε ο Μητροπολίτης την άδεια;
- Να, ο παπα-Γρηγόρης του είπε: δεν σε μεταλαβαίνω αν δεν ξαγορευθής...
- Κι εκείνο τι είπε; Μπόρεσε και μίλησε;
- Κι εκείνο τού είπε: Κανένας δεν φταίγει, παπά μου· εγώ μονάχος μου το έκανα. Εφταξούσιος δεν ήμουν; Εφταξούσιος βέβαια.
- Και τόχε πάρει κατάκαρδα; Λένε πως την αγαπούσε από μικρή.
- Από δώδεκα χρονών την αγαπούσε. Δώδεκα χρονών εκείνος, ένδεκα αυτή.
- Και το φώναζε, το είχε μεγάλο μεράκι. ΄Η θα την πάρω, μητέρα μου, ή θα σκοτωθώ.
- Το είπε και τόκανε.
- Τι αίσθημα!...
- Μα εκείνη δεν τον αγαπούσε; έλαβε καιρόν να ερωτήση η άνιφτη, η τελευταία εξελθούσα από το ισόγειον, προς την αυλόπορταν, όπου ίσταντο δύο ή τρεις γυναίκες, ενώ άλλαι τρεις ή τέσσαρες ανταπεκρίνοντο προς ταύτας υψηλά από μπαλκόνια ή παράθυρα, ως χελιδόνες εις τας φωλεάς των, υπό τα γείσα των στεγών.
- Τι μορφόπαιδο! κρίμα!
- Τώρα, έχει φύγει από τη γειτονιά η μικρή εκείνη.
- Νανία την έλεγαν, θαρρώ, ή πως την έλεγαν; Ανιψιά τής κυρία-Παναγιώτους, που την έχει πάρει ψυχοπαίδα, επειδής είναι άκληρη.
- Α! της κυρία-Παναγιώτους;
- Μαύρη, χλωμή, με μεγάλα μάτια, νόστιμη, συμπαθητικιά. Μάτια που έσφαζαν.
- Να που έσφαξαν ένανε.
- Έχει φύγει από δω απ' το μαχαλά με τη μητέρα της· είναι πεντ’ έξι  μέρες.
- Με ποια μητέρα της; με τη θεια της, την ψυχομάννα της.
- Και πού κοντά κάθισαν τώρα.
- Ποιος ξέρει; Στη Νεάπολη, ψηλά επάνω.
- Στο Κολωνάκι, όχι στη Νεάπολη!
- Κι εκείνη δεν τον αγάπαε; ηρώτησεν πάλι η ακτένιστη.
- Εκείνη εκοίταζε πολλούς· είχε αργολάβους. Εκανε αργολαβίες με το μεροκάματο.
- Δεν θα είναι παραπάν’ από δεκάξι χρονών κορίτσι.
- Ως δεκαεφτά θα είναι.
- Δεκαεφτά, δεκαοχτώ, τόσο...
- Θα πάη τάχα να κλάψη στην κάσα του; Θα πάη στον τάφο του να κλάψη;
- Και πότε θα τον θάψουν;
- Θα τον ξενυχτίσουν τάχα; ή σήμερα το δειλινό θα τον παν’;
- Μα ετελείωσε για τα καλά; Είπαν, πως ψυχομαχούσε.
- Ξεψύχησε, καλέ, τον αλλάζουν. Θέλετε να τον ζωντανέψετε πίσω;
- Αχ! η μάννα η άμοιρη!
  Αριστερά, εις την πρώτην καμπήν της οδού, εις στενόν δρομίσκον, υπήρχε μικρά κομψή οικία, ανήκουσα εις την οικογένειαν του νέου του αυτοκτονήσαντος.
  Η οικογένεια κατώκει εις το ισόγειον.
  Ο θάλαμος, όπου είχαν εξαπλωμένον τον νεκρόν, είχε δύο παράθυρα ημιανοικτά προς τον δρόμον.
  Έξω, επί του πεζοδρομίου, γύρω εις το παράθυρον, εσχηματίζετο πυκνόν ημικύκλιον από γυναίκας, παιδία του δρόμου, γείτονας και διαβάτας. Ο νεκρός ηπλωμένος επί της κλίνης εις το μέσον, δύο λαμπάδες έκαιον, η μήτηρ εξηκολούθει να κλαίη σπαρακτικώς. Οκτώ ή δέκα πρόσωπα, οικείοι ή συγγενείς, ίσταντο όρθιοι περί την κλίνην. Τέσσαρες ή πέντε γυναίκες εκάθηντο ολόγυρα.
  Πας διαβάτης ίστατο έξω διά να ίδη. Αι γυναίκες της γειτονιάς, μη χορταίνουσαι να βλέπουν, εσπόγγιζον διαρκώς τα τόσον εύκολα δάκρυα. Ηκούοντο ψιθυρισμοί·
- Ωχ! Κρίμα στο νέο!
- Δε λυπήθηκε τα νιάτα του!
- Πώς άλλαξε το πρόσωπο του!
- Σαν να κοιμάται είναι!
- Να, τώρα θα μας μιλήση!
- Να μίλαε της μητέρας του, να την παρηγορήση!
- Δεν τον έπαιρνε ξώψυχα!
- Δεν ήξερε να μη χτυπήση δυνατά!
- Δεν το έκανε καλύτερα με ρεβόλβερο, μπορούσε να μην τον έπαιρνε καλά η σφαίρα.
- Δεν έπαιρνε τίποτις από το φαρμακείο να πιή, να του δώσουνε αντιφάρμακο! είπε μία.
- Δεν κατάπινε τίποτα σπίρτα, να του δίνανε γιατρικό να τα ξέρναε! είπεν άλλη.
- Ωχ! Κρίμα ’ς!
- Αχ! η δόλια η μαννούλα!
  Επάνω εις μίαν ταράτσαν ίσταντο το πρωί της άλλης ημέρας τρεις νεαραί γυναίκες, τέσσερα ή πέντε κοράσια, ηλικίας μεταξύ πέντε και δέκα ετών και μία γεροντοτέρα. Η ταράτσα έβλεπεν εις τινά γειτονικήν αυλήν, αντίκρυζε δε πλαγιώτερον ολίγον προς την δυτικήν θύραν, την νοτιοδυτικήν γωνίαν και το μικρόν κωδωνοστάσιον του ενοριακού ναού της συνοικίας.
- Να, τον φέρνουνε!
- Είναι κόσμος κάμποσος!
- Να το καπάκι· να τα φανάρια· να κι ο Σταυρός!
- Να κι οι παππάδες!
- Πού είναι η κάσα;
- Ω, λουλούδια και κακό· νά τος, νά τος!
- Πούναι τος, μαμά; πούναι τος;
  Και η μικρά κορασίς ανερριχάτο προσκολλώμενη εις τον θριγκόν, κύπτουσα απλήστως, με κίνδυνον να πέση.
- Δε φαίνεται καλά· είναι κόσμος μπροστά... ωχ! δεν μπορούν να σταθούν παράμερα!
- Σταθήτε, καλέ, στην άκρη!...
- Να, τον πάνε μες στην εκκλησιά!...
- Καλά-καλά δεν τον είδαμε.
- Εγώ δεν είδα, μαμά!...
- Θα τον ιδούμε τώρα που θα τον βγάλουν έξω! θα πάρουν τον κάτω δρόμο.
- Στο κάτω νεκροταφείο δεν θα τον παν’ ;
- Μπορεί να τον παν’ και στο απάνω· μα αλλάζουν πάντα το δρόμο...
- Κόσμος που μπαίνει μες στην εκκλησιά!
- Να ο αδελφός του, με δύο φίλους που τον κρατούν μπράτσο.
- Πούναι, μαμά, πούναι;
- Να, τώρα πάει μέσα...
- Πάνε μέσα όλοι· και δεν είδαμε τη μάννα του.
- Πού να ιδείς, τόσος κόσμος!
- Αχ! η δόλια του η μαννούλα!... Πως δε λυπήθηκε τα νιάτα του!...
- Ο πατέρας λείπει, λένε, δεν είν' εδώ.
- Η έρμ' η μάννα τα τραβά όλα!
  Ηκούσθη κλάψιμον παιδίου ανερχόμενον από τον θάλαμον δια της θύρας προς την ταράτσαν.
- Ο γυιός σου κλαίει, Σταματούλα!
- Τι να το κάμω; Ζαλίζεται να το σκύβω στην ταράτσα· δεν θα ιδώ τίποτα· ας κλάψη!
  Εφάνη κίνησίς τις ανθρώπων περί τας δύο θύρας του ναού, την δυτικήν και την πλαγίαν· άνθρωποι εισήρχοντο δρομαίως ή εξήρχοντο.
- Τι είναι, καλέ; Τ’ είναι;
- Κάτι τρέχει· τι να είναι;
- Μην ήρθε ο πατέρας του σκοτωμένου και τρέχουν έτσι;
- Μα του ντελεγραφήσανε τάχα; Και πρόφταινε νάρθη;
- Μην ελιγοθύμησε η μάννα του;
- Γιατί τρέχει έτσι ο κόσμος;
- Μην έπεσε κανένα παιδί απ' το γυναικίτη; Σα φωνές ακούω, κλάϊματα.
- Απ' το γυναικίτη;
- Η κουμπάρα η Θοδώρα, που πήγε τώρα στην εκκλησιά, δε βαστούσε· ήθελε να ιδή· έγκυος με το παιδί στην αγκαλιά…
- Μην της έπεσε το παιδί απ' τα χέρια, καθώς θα έσκυβε απ' το γυναικίτη;
- Τι λες, καλέ; Πώς σου φάνηκε αυτό;
- Δεν ξέρω κι εγώ τι να πω. Άλλες κάμποσες πηγαίνουν και καβαλικεύουν στα στασίδια, απ' οπίσω απ' τον ψάλτη για να ιδούνε... Μα η κουμπάρα θ' ανέβηκε στο γυναικίτη.
- Ακόμα τρέχουν!... Η μάννα του νεκρού θα λιγοθύμησε... Αυτό θα είναι!
- Ακούστε να σας πω!... μην ήρθε κείνη η αραπίτσα η Νανία, που αγαπούσε ο σκοτωμένος;... Είπαν πως γι' αυτήν σκοτώθηκε.
- Και μην έπεσε απάνω στο νεκρό, αβάσταχτα, τραβώντας τα μαλλιά της!...
- Ποιός να ξέρει!... Νάξερα, θα πήγαινα στην εκκλησιά!...
- Από πού να μάθη κανείς!...
- Νά, ο μπαρμπα-Λιμπέρης!... Ε, μπαρμπα-Λιμπέρη, μπαρμπα-Λιμπέρη!
  Η μικρά κορασίς είδε μεταξύ του πλήθους, έξω του ναού, ένα συγγενή της μητρός της ιστάμενον και ήρχισε να φωνάζει ακράτητα:
- Mπαρμπα-Λιμπέρη! μπαρμπα-Λιμπέρη! E, μπαρμπα-Λιμπέρη!
  Αλλ' εκεί όπου ίστατο ο καλούμενος φυσικά υπήρχον πλειότεροι θόρυβοι και η φωνή της παιδίσκης δεν θα έφθανε ν' ακουσθή.
- Μπαρμπα-Λιμπέρη! Λιμπέρη! ε Λιμπέρη! δεν ακούς;... Θείε Λιβέριε! Λιμπέρη! Ε μπαρμπα-Λιμπέρη!
  Τον έκραζε δια να έλθη, να τους ειπή τι είχε συμβή εντός του ναού και πόθεν η κίνησις εκείνη, την οποίαν τους εφάνη ότι παρετήρησαν. Αλλά πιθανόν να μη είχε συμβή τίποτε και βέβαιον, ότι ο μπαρμπα-Λιμπέρης δεν θα ήξευρε τίποτε να τους είπη, και αν ακόμη ήκουε τας φωνάς της μικράς ανεψιάς του.
- Μα γιατί δεν ακούει, καλέ; κουφός είναι;
- Να, τώρα τον ανησπάζονται, είπεν η γραία· ησυχάσατε· τώρα θα βγουν· άρχισαν κι ανησπάζονται.
- Πώς το ξέρεις;
  Βγαίνουν ένας-ένας απ' την εκκλησιά· ανησπάζονται και βγαίνουν... Τώρα θα τον βγάλουν.
- Θα τον βγάλουν, γιαγιά, γλήγορα;
- Τώρα, σε λιγάκι.
  Ηκούσθησαν και πάλιν οι κλαυθμοί του παιδίου, υποκάτωθεν ακριβώς της ταράτσας.
- Σταματούλα, δεν ακούς; το παιδί έσκασε να κλαίη!
- Ας κλάψη· ζαλίζεται να τον σκύβω στην ταράτσα και δε θα ιδώ τίποτε.
- Να, τώρα θα βγουν έξω.
- Μα γιατί άργησαν;
- Αργούν πολύ.
- Αχ! πότε θα βγουν;
- Θα τον ιδούμε, μαμά; θα τον ιδώ κι' εγώ;
- Τώρα θα βγουν.
- Μα πώς αργούν ακόμα;
- Να τώρα πήραν στα χέρια το Σταυρό, τα φανάρια.
- Να, βγαίνουν.
- Να οι παπάδες!
- Να, τώρα θα βγη το λείψανο!
- Πούναι το, μαμά; πούναι το;
- Να!
- Ωχ! μαύρος, μαύρος, που έγινε! απ' τη μαχαιριά τάχα; χύθηκε το αίμα· πώς μαύρισε!
- Εγώ δεν βλέπω, μαμά!... μαμά!
- Να, εκεί· βαστάξου καλά, μη σκύβης.
- Αχ! καημένα νιάτα! κρίμα ’ς! κρίμα ’ς!
- Η άχαρη η μαννούλα του!
- Να την! κείνη η ντελικάτη, η μαυροφόρα· μπαίνει μες στο αμάξι μαζύ με άλλες δύο...
- Πού είναι την, μαμά;...
- Τώρα μπήκε μες στην καρότσα· πάνε!
- Αχ! μαύρη μαννούλα!
- Κρίμα ’ς τα νιάτα του!
- Θεός σχωρέσ' τονε!
- Θεός σχωρέσ' τονε!
  Και το βάσανον του ατυχούς νεκρού έμελλεν οσονούπω να τελειώσει.
  Απήλθε, με την ελπίδα να εύρη εις άλλον κόσμον ολιγωτέραν περιέργειαν.
___________

Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

Στους 95 έφτασαν οι νεκροί από τις φωτιές στην Ανατολική Αττική και πολλοί Έλληνες έχουν πάρει σβάρνα τα τοπικά πανηγύρια και τα γλέντια, όπου τρώνε και χορεύουν



Zacharoula Gaitanaki 
Ζώνη Αρκαδίας


Στους 95 έφτασαν οι νεκροί από τις φωτιές στην Ανατολική Αττική και πολλοί Έλληνες έχουν πάρει σβάρνα τα τοπικά πανηγύρια και τα γλέντια, όπου τρώνε και χορεύουν λες και δεν θα ξαναδούν ποτέ στη ζωή τους γλεντοκόπια και χαρές. Αγανακτώ και αηδιάζω με αυτή την συμπεριφορά, που δείχνει αδιαφορία και περιφρόνηση για την ανθρώπινη ζωή, αλλά και για όσους έχασαν πρόσωπα αγαπημένα και καταστράφηκαν τα σπίτια τους. Θλίβομαι βαθιά για τον ηθικό κατήφορο κάποιων. Ναι, "η ζωή συνεχίζεται" κι έτσι πρέπει, αλλά είναι πολύ πρόσφατη αυτή η τραγωδία και συνεχώς "φεύγουν" εγκαυματίες από τη ζωή. Αν σε όλους αυτούς που είναι πρώτοι για τους χορούς, τους έλεγαν να συμμετάσχουν σε κάποια δράση αποψίλωσης στο χωριό τους ή συλλογής σκουπιδιών, σε κάποια δεντροφύτευση ή καλλωπισμό (αντί του γλεντιού), ελάχιστοι θα ανταποκρίνονταν. Λυπάμαι, αν γίνομαι δυσάρεστη σε ορισμένους, αλλά το γράφω ξεκάθαρα:

        ΚΑΝΤΕ ΚΡΑΤΕΙ
Τόσοι άνθρωποι χαθήκανε
στις πυρκαγιές στο Μάτι,
πατριώτες μου, στα γλέντια σας,
κάντε λιγάκι κράτει!
Φέτος κι αν δεν χορέψετε
σε κάποιο πανηγύρι,
τίποτε δεν θα πάθετε,
πικρό είναι το ποτήρι,
που πίνει η πατρίδα μας,
γι' αυτό και μαζευτείτε,
ίσως να έρθει ο καιρός
στα ίδια να βρεθείτε.
Καθίστε με περίσκεψη,
τα φαγοπότια αφήστε,
έρχονται δύσκολοι καιροί,
εγκαίρως προνοήστε!
Όσοι τα ξεφαντώματα
βάζετε πρώτα τώρα,
έρχεται - να το ξέρετε -
της πληρωμής η ώρα!

ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΓΑΪΤΑΝΑΚΗ
(Ζώνη Αρκαδίας, 14//2018).
[Η φωτογραφία είναι από τον 902.]

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Πέντε (5) χαρακτηριστικά των εξαρτημένων ατόμων.


περί Ψυχολογίας
Γράφει ο Γιάννης Ξηντάρας *




Συχνά στο οικογενειακό περιβάλλον, στις ερωτικές και φιλικές σχέσεις συναντάμε άτομα που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς την παρουσία των αγαπημένων τους προσώπων, χωρίς την παρουσία των ατόμων που τα θεωρούν μέρος του εαυτού τους. Χωρίς αυτά τα σημαντικά πρόσωπα νιώθουν άγχος και κενό. Αυτές είναι οι λεγόμενες συναισθηματικά εξαρτημένες σχέσεις.
Τα άτομα που συνάπτουν εξαρτημένες-εθιστικές σχέσεις, έχουν συχνά τις καλύτερες προθέσεις . Πάντα επιθυμούν να δημιουργούν ευτυχισμένες και υγιείς σχέσεις αλλά κάτω από αυτές τις καλές προθέσεις κρύβεται μία αγωνιώδης σύγκρουση με την εγγύτητα-οικειότητα. Είναι εθισμένοι στην εξαρτητική αγάπη και είναι υπερβολικά ανασφαλείς  γι’ αυτό πάντα ποθούν να ικανοποιούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες των άλλων.
Αυτή η εξαρτητική αγάπη που έχουν για τον σύντροφο ή φίλο συνήθως προκύπτει από το παρελθόν, από τα παιδικά χρόνια. Οι σχέσεις που είχαν δημιουργήσει κατά την παιδική τους ηλικία, παίζουν σημαντικό ρόλο στις μελλοντικές τους σχέσεις. Συνήθως τα άτομα αυτά ζούσαν σε μία δυσλειτουργική οικογένεια και οι σχέσεις με τους γονείς τους δεν ήταν τόσο καλές. Είχαν βιώσει την απόρριψη και συνακόλουθα είχαν έντονο το φόβο της εγκατάλειψης. Τα άτομα αυτά επίσης μπορεί να είχαν υποστεί κάποιο ψυχολογικό τραύμα από  την παιδική τους ηλικία το οποίο τα «βασανίζει» και στην μετέπειτα  ενήλικη ζωή τους. Συνήθως τα άτομα αυτά έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και επειδή φοβούνται την απόρριψη συνάπτουν εξαρτημένες σχέσεις.   
Ας δούμε συνοπτικά τα χαρακτηριστικά των εξαρτημένων ατόμων:
  1. Τα άτομα αυτά είναι ιδιαίτερα ανασφαλή. Έχουν δυσκολία στο να παίρνουν αποφάσεις και πρωτοβουλίες χωρίς τις συμβουλές ή την έγκριση των αγαπημένων τους προσώπων.  Επίσης, αποφεύγουν να έχουν την ευθύνη σε πολλούς σημαντικούς τομείς της ζωής τους.
  2. Τα άτομα αυτά νιώθουν ανήμπορα και φοβούνται ότι δε θα τα καταφέρουν στη ζωή τους. Έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση  και αισθάνονται ότι θα αποτύχουν σε όλους τους τομείς της ζωής τους. Επίσης, έχουν συνεχώς την ανάγκη για επιβράβευση και επιβεβαίωση.
  3. Επιπλέον, τα εξαρτημένα άτομα εμφανίζουν αδυναμία στο να μείνουν μόνα τους χωρίς την παρουσία των σημαντικών προσώπων.
  4. Τα άτομα αυτά αρνούνται να δουν τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες και προσπαθούν να συμβιβαστούν σε καταστάσεις που δεν τους ταιριάζουν. Φοβούνται την απόρριψη και αυτό τα οδηγεί στο να καλύπτουν τις επιθυμίες και τα θέλω των άλλων για να γίνουν αποδεχτοί.
  5. Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό του εξαρτητικού ατόμου είναι το πώς συμπεριφέρεται όταν τελειώνει μία στενή σχέση (ερωτική σχέση συνήθως). Αναζητά επειγόντως μια άλλη σχέση σαν πηγή φροντίδας και υποστήριξης, αλλά και αναπλήρωσης του «κενού» το οποίο δυσκολεύεται πολύ να αντιμετωπίσει.
Οι πρώιμες λοιπόν σχέσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στο τι είδους σχέσεις θα αναπτύξει το άτομο στην ενήλικη ζωή.  Πως θα σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος και πως θα αντικατασταθούν οι δυσλειτουργικές σχέσεις με υγιείς; Θα πρέπει να ενισχυθεί η αυτοπεποίθηση-αυτοεκτίμηση των ατόμων, να νιώθουν ασφάλεια και να αρχίσουν να έχουν κριτική σκέψη ώστε να παίρνουν πρωτοβουλίες σε διάφορα θέματα που προκύπτουν στη ζωή τους χωρίς να περιμένουν την έγκριση των άλλων…

 




Ο Γιάννης Ξηντάρας είναι Ψυχολόγος-Σύμβουλος Γάμου, απόφοιτος Πανεπιστημίου Αθηνών και Strathclyde University. Μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων και της Ελληνικής Προσωποκεντρικής και Βιωματικής Εταιρείας, επιστημονικός υπεύθυνος στο Κέντρο Συμβουλευτικής και Ψυχολογικής Υποστήριξης “Επαφή”.

Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

ΕΥΤΥΧΙΑ - Ο άνθρωπος θέλει λίγα πράγματα για να είναι πραγματικά ευτυχισμένος μέσα του

Zacharoula Gaitanaki
Ζώνη Αρκαδίας

 Ο  άνθρωπος θέλει λίγα πράγματα για να είναι πραγματικά ευτυχισμένος μέσα του: να έχει την υγεία του, να ζει με αξιοπρέπεια, να μην χρωστάει σε κανέναν, να νιώθει ήρεμος, ικανοποιημένος και ισορροπημένος με αυτά που κάνει στη δουλειά του και στον ελεύθερο χρόνο του... Αν έχει επίσης ένα δικό του σπιτάκι σ' ένα από τα τόσα όμορφα μέρη της πατρίδας μας, με τα παράθυρά του διάπλατα ανοικτά στον ήλιο, πολλές γλάστρες στη σκάλα του και στην αυλή του, ένα τραπεζάκι με 4-5 καρέκλες για να κάθεται με συγγενείς και φίλους του να πίνουν το καφεδάκι τους σχολιάζοντας τα όσα συμβαίνουν σήμερα και ενθυμούμενοι ιστορίες από τα παλιά.. Τι άλλο να θέλει κάποιος για να νιώθει ευτυχής και να αισθάνεται καλά;
            ΕΥΤΥΧΙΑ
Μου φτάνει ένα όμορφο
σπιτάκι με μια αυλίτσα,
γλαστρίστες με βασιλικό,
γεράνια στη σκαλίτσα.

2 -3 καρέκλες να 'χουμε
να κάθονται οι φίλοι,
κρύο νερό να πίνουμε
και με γλυκό σταφύλι.

Να συζητάμε στην αυλή
για του Θεού τα δώρα,
ήρεμα και ξεκούραστα
να μας περνάει η ώρα!

Της ευτυχίας τη χαρά
να βρίσκω στην απλότητα,
μακάρι έτσι να 'νοιωθε
και όλη η ανθρωπότητα.

Ο κόσμος μας δεν θα 'μοιαζε
γυαλί που έχει σπάσει,
θα ήτανε Παράδεισος
απ' άκρη σ' άκρη η πλάση!

ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΓΑΪΤΑΝΑΚΗ
(Ζώνη Αρκαδίας, 29/7/2018)
["FLOWERS AT THE WINDOW AND DOOR", painting by ROSE ANN DAY.]

Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

"Ο Θερτής, ο Αλωνάρης κι ένας Αύγουστος παραπονιάρης"



Πορτόνι
ΚΕΡΚΥΡΑ
Φωτό: Στέφανος Σγούρος

Μια υπέροχη αναδρομή σε καλοκαίρια περασμένα από τη μοναδική πένα της Σταματέλας Πουλή του πολύπαθου τρίτου τεύχους {ολόκληρο το κείμενο}



"Ο Θερτής, ο Αλωνάρης κι ένας Αύγουστος παραπονιάρης"
«Επροϊβάστηκες εσύ; Έλα, καλό πρόοδο κάνε!», ρωτούσανε οι χωριανές. Τελευταία μέρα του σχολείου, επίσημη πρώτη του καλοκαιριού. Φτάναμε για τα καλά στα μέσα του Ιούνη, του Θερτή, όπου με λαχτάρα περιμέναμε να ξεπλύνουμε με βουτιές τη μυρωδιά του σχολείου. Η οσμή του πλαστικού στα μπλε τετράδια μαζί με ξύσμα από μολύβι κι εκείνη η μεταλλική μυρωδιά της τάξης που θύμιζε ιώδιο ανακατεμένο με τριμμένη κιμωλία. Οι χωριανές καχύποπτα επέμεναν «και με το πόσο το πήρες παναπεί;». Ποιος νοιαζόταν αλήθεια; Έπαινο στην ορθοπεταλιά και άριστα στο μακροβούτι θέλαμε. Το καλοκαίρι ήταν εδώ για να μας ξεμυαλίσει, να μας συνεπάρει, να ερεθίσει τα ζωντανά κορμιά, να φτιάξει εκρηκτική ύλη ξενοιασιάς, ανεμελιάς, φιλίας και έρωτα. Όλοι στη γραμμή της εκκίνησης για την πιο συναρπαστική κούρσα. Μια κούρσα όμως που ο τερματισμός προκαλούσε μελαγχολία κι ένα κρυφό παράπονο γιατί πάντα στο τέλος της ξέφρενης πορείας μας, όλα έμοιαζαν τόσο λίγα, τόσο σύντομα. 

Στα καρέ του φωτοφινίς ξεδιπλώνεται η ζωή. Οι απολαύσεις που πρόσφερε το χωριό στα παιδικά μου καλοκαίρια ήταν λιτές, καθημερινές και γήινες. Λίγα σκάμνα ή κεράσια που τα μάζευε η μάνα μου από το χτήμα και μας τα φέρνε σ' ένα λατί που στον πάτο του είχε στρώσει κληματόφυλλα. Κομμένες φέτες καρπούζι στο μεσημεριανό τραπέζι με τα ζουμιά του να τρέχουν στο πηγούνι μου, χέρια να κολλάνε από τη γλύκα του βερίκοκου και το απόγιομα -τι ευτυχία- παγωτό από του Τρύπα. Ετούτη η ώρα του παγωτού είχε κάτι ιερό έως μυσταγωγικό. Έκρυβε την μοναχική απόλαυση του δροσερού παράδεισου γιατί κανένας μας δεν ήθελε να το μοιραστεί ούτε για όλα τα βασίλεια του κόσμου. Αφθονία δεν υπήρχε και τίποτα δεν ήταν δεδομένο. Ίσως γι' αυτό να γεύτηκα ως το τελευταίο κύτταρο της παιδικότητάς μου, όλα τα καλούδια που κάποιο χέρι μου έδινε από φροντίδα και νοιάξιμο. Τα κληματόφυλλα στο λατί, η πιο καλή φέτα καρπούζι, το εικοσάρικο για παγωτό κι ύστερα το καθαρό μοσχομυριστό μου φανελάκι και το πλύσιμο των χεριών με Άβα και μια βρεγμένη χούφτα να μου καθαρίζει τα μούτρα με νερό από το πηγάδι για να με δροσίσει.

Τα μεσημέρια ο ύπνος ήτανε υποχρεωτικός με άγραφο νόμο των μανάδων και σφραγίδα με βουλοκέρι την απειλή του Μεσημερά. Εμένα το κρεβάτι μου δεν με χωρούσε. Φάνταζε τόσο μικρό μπροστά στη μεγάλη μου λαχτάρα να σεργιανίσω μοναχή μου, να κάνω δικό μου το καθετί γύρω μου. Να νιώσω ότι ψηλώνω ως τον καταγάλανο ουρανό και αγναντεύοντας την απλωσιά να πετάξω πάνω από τη θαλασσιά λεκάνη της Μπενίτσας, να χαιρετίσω βάρκες και καΐκια στα ανοιχτά, να ξεμακρύνω ως το Αχίλλειο και να δροσίσω το κορμί μου με μια βουτιά στα νερά που λαμπύριζαν κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο, στον Πόντε του Φρουρίου.

Τα μπάνια στο Φρούριο θύμιζαν εκστρατεία. Κάποιες μανάδες και δυσανάλογα πολλά παιδιά –φαίνεται όσες δεν μπορούσανε να ακολουθήσουν στέλνανε τα βλαστάρια τους υπό την κηδεμονία κάποιας γειτόνισσας– μπαίναμε στο πρωινό λεωφορείο για τη χώρα κουβαλώντας τσάντες γιομάτες εφόδια, αλλαξιές με ρούχα, μπρατσάκια, κολατσιό, νερά, κουβαδάκια, σε μια συμμάζωξη με γέλια, φωνές και κλάματα γιατί όλο και κάποιος δεν θα ήτανε «καλό παιδί» και απάνου από την Κοντραφόσα πέφτανε φούσκοι συμπαγείς, βουνίσιοι. Αυτό το γκροτέσκο μαναδοπαιδολόι δεν σκόπευε να κάνει κατάληψη του τελευταίου υψώματος, αλλά πολύ απλά κι ανθρώπινα θέλαμε να κάνουμε ένα ρημαδομπάνιο κι ύστερα όπως όπως να πάρουμε το λεωφορείο από το Σαρόκο και να πάμε σπίτια μας. Εκεί όπου ξέραμε και μας ξέρανε, γιατί όσοι μας μάθανε από τον Πόντε μέχρι τα Μπάνια τ' Αλέκου, όπου φτάνανε οι φωνές μας, δεν θα θέλανε να συνάψουνε φιλίες μαζί μας, ούτε αν ήμασταν οι τελευταίοι άνθρωποι στον πλανήτη κι ύστερα από μας θα χαλούσε η ράτσα. Κάποιοι χωριανοί βρίσκανε την επιλογή του Πόντε πολύ κουραστική και γι αυτό από Κυριακές κατεβαίνανε με τα ποδάρια στη Λαόπετρα. Οι μανάδες μας λέγανε ότι δε μας θέλανε γιατί κάναμε φασαρία και τσου καταριόντανε ενίοτε αλλά μόλις ανεβαίναμε απο τσι γκόγκλες και αφού είχανε γεράσει δέκα χρόνια η καθεμία που γλιτώσαμε από πνιγμούς, και λοιπά δυστυχήματα, τη Λαόπετρα ονειρεύονταν οι δόλιες κι ας μην το μαρτυρούσαν.
Τα καλοκαίρια ζωντάνευε μέσα μου το επιχειρηματικό μου δαιμόνιο. Ήθελα να βγάλω λεφτά. Τα εικοσάρικα για παγωτά μου φαίνονταν λίγα και πολλές φορές η μάνα μου καθυστερούσε να με στείλει στον Αρεστή να πάρω τσόκαρα. Ο Αρεστής ήτανε ο πραματευτής του χωριού. Είχε ένα μαγαζάκι - αποθήκη αλλά κυρίως γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά φορτώνοντας το γάιδαρο με δυο κοφίνια όπου μέσα αράδιαζε σαγιονάρες πλαστικές, κιλότες, φανέλες, τσιμπιδάκια, ρόμπες, καπέλα και ό,τι έβαζε ο νους και είχε ανάγκη η κάθε χωριανή που είχε φάει μεν τα χέρια της στη λάτρα, αλλά μια ρόμπα εμπριμέ με μαργαρίτες κίτρινες θα ήταν όνειρο. Όσο για το μαγαζί του, ήτανε όλο κι όλο ένας στενόμακρος διάδρομος, με ράφια ως το ταβάνι, όπου στοίβαζε ο Αρεστής το εμπόρευμα. Πολύ μου άρεσε να μπαίνω εκεί μέσα, γιατί πάντα κάτι ψιωνίζαμε, αλλά κυρίως γιατί επικρατούσε πάντα ησυχία, λες και τα τόσα πράματα ρουφούσαν και τον παραμικρό ήχο του έξω κόσμου. Τα αρώματα από καινούριο πλαστικό και βαμβακερό ύφασμα βούλωναν τα ρουθούνια μου και καταλάμβαναν το λιγοστό όγκο του μικρού διαδρόμου. Ο Αρεστής λοιπόν είχε το καλό πράμα. Τα τσόκαρα. Καλοκαίρι χωρίς τσόκαρα, Κυριακή χωρίς παστιτσάδα. Έτρωγα τ' αυτιά τση μάνας μου να μου αγοράσει. «Θα τα χαλάσεις από τώρα. Θα τριφτεί η γόμα από κάτου κι ύστερα θα είναι για ρίξιμο», μου έλεγε κάθε τόσο. «Αφού λοιπόν ο Αρεστής πουλούσε πράματα στο χωριό, θα πουλήσω κι εγώ», σκέφτηκα. Το σχέδιο ήταν απλό. Κάθε καλοκαίρι μας αγοράζανε από του Λυκούδη το βιβλίο «Χαρούμενες Διακοπές», με ασκήσεις και κείμενα, που θα μας προετοίμαζε για την επόμενη τάξη. Εγώ λοιπόν αντί να λύνω ασκήσεις και να σκοτίζομαι καλοκαιριάτικα, έκοβα με το ψαλιδάκι μου τις εικόνες που είχε μέσα και παραμόνευα σε ποια γειτονιά θα κάτσει η γιαγιά μου να κάμει τον κροσέ της και να πει την κουβέντα της και πήγαινα κι εγώ ξωπίσω της.
Έβρισκα το πιο καθαρό σκαλί και έβανα στη σειρά τη χάρτινη πραμάτεια μου. Όταν δεν έβρισκα καθαρό σκαλί, σκούπιζα κάποιο με τις χούφτες μου. Τότε με συλλάμβανε η γιαγιά μου με την άκρη του ματιού της και με μάλωνε: «Μη βάνεις τα χέρια σου αυτού που κατουρούνε οι σκύλοι». Αυτό που όπου έβανα τα χέρια μου, είχανε προηγουμένως κατουρήσει οι σκύλοι, ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Εκ του ασφαλούς λοιπόν πήγαινα εκεί όπου ήτανε και η γιαγιά μου, για να μη με διώξουνε οι υπόλοιπες γριές κακήν κακώς μόλις θα τσου γύρευα και λεφτά από πάνω για ένα κομμάτι ζωγραφιστό χαρτί. Το κόλπο έπιανε και οι δουλειές πηγαίνανε καλά. Ώσπου μια μέρα, ανακάλυψε η μάνα μου το πετσοκομμένο βιβλίο, μου έδωκε δυο τρεις στα πισινά και με ανάγκασε να λύσω όλες τις ασκήσεις με το στανιό. Η αλήθεια είναι πως η άρνησή μου να πιάσω μολύβι μες στο καλοκαίρι ήτανε τέτοια, λες και το είχανε κατουρήσει οι σκύλοι ένα πράμα. Εδώ μάλιστα, ταιριάζει μια χαρά. Δεν υπήρξα υπόδειγμα επιμέλειας και όλο σκάρωνα φασαρίες, αλλά στο παιγνίδι και στην παρέα έδειχνα ευλαβική συνέπεια.
Οι παρέες αποτελούσαν πάντα μεγάλο κεφάλαιο του καλοκαιριού. Εκείνα τα χρόνια ήμασταν πολλά παιδιά στο χωριό ή εν πάση περιπτώσει, τόσα ώστε να χωράμε σε διθέσιο δημοτικό σχολείο με νηπιαγωγείο παρακαλώ. Ο πυρήνας της παρέας ήμασταν εμείς, οι γνώριμοι του χωριού και κάθε απόγιομα οχυρωνόμασταν στο ξέφωτο του Νίκαντρου, σε ένα ύψωμα στην άκρη του χωριού όπου για μας ήτανε προπύργιο ατελείωτου παιγνιδιού, μέχρι να βραδιάσει και να φανεί από το στενό του Πιέρρη κάποια μάνα με τα χέρια στη μέση –στάση που δε σήκωνε πολλές κουβέντες– κι έτσι παίρναμε το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι, ιδρωμένοι, λίγο σακατεμένοι, αποκαμωμένοι, σκονισμένοι, όμως είχαμε θρέψει για τα καλά το πιο υγιές κομμάτι του εαυτού μας. Την ανεμελιά! 
Στου Νίκαντρου, κάτω από τις γερασμένες ελιές, ζωντάνευαν στα χέρια μας ακόμα και τα πιο ευτελή υλικά. Το χώμα και τα χαλίκια κι ανάμεσά τους ξερά γιόφυλλα, κάποιο παραπεταμένο τσουκάλι ή ένας τρύπιος σίσκλος , όλα τα αξιοποιούσαμε σε κατασκευές με φαντασία χωρίς τελειωμό, χωρίς αύριο. Παραμονές τση Οδήτριας μόνο είχαμε περιορισμό να κάτσουμε ήσυχοι, γιατί μπαίνανε οι επίτροποι τση εκκλησιάς να ευπρεπίσουνε το χώρο για το πανηγύρι στις 23 του Αυγούστου. Ασπρίζανε τσι οχτιές, κόβανε τα χόρτα και στήνανε με τάβλες και ξύλα την εξέδρα για την ορχήστρα. Μέχρι να ξεστήσουνε την εξέδρα , από την επόμενη του πανηγυριού, βρίσκαμε εκεί τον τέλειο χώρο για να παίξουμε ξενοδοχείο. Όλοι χωμένοι κάτω απο τση τάβλες, πελάτες και προσωπικό με παροχή υπηρεσιών υψηλής αισθητικής, μέσα στη σκόνη και τη βρώμα. Όσο περισσότερο μας ταλαιπωρούσε ένα παιχνίδι, τόσο πιο συναρπαστικό γινόταν. Άμα ήτανε και ριψοκίνδυνο, μας προκαλούσε ντελίριο από μια ουσία που λέγεται αδρεναλίνη, αλλά δεν την ξέραμε τότε.

Ο Αύγουστος σηματοδοτούσε πάντα τον ερχομό των φίλων. Το χωριό γέμιζε ξενιτεμένους χωριανούς κι έτσι τα φορτωμένα Ι.Χ τους έφερναν μαζί και από κάποιο φίλο του καλοκαιριού. Η παρέα μεγάλωνε κι άλλο. Οι γειτονιές τραγουδούσαν, στα καντούνια συνωστίζονταν ήχοι από γέλια, ονόματα, τσουγκρίσματα ποτηριών, τριξίματα καρέκλας, παραθυρόφυλλα που άνοιγαν διάπλατα το πρωί, και έκλειναν λιμπρέτα τα μεσημέρια, κάποια κιθάρα με ένα ακορντεόν που ανάσαινε και πάλι, φωνές που έσμιγαν σε τραγούδι, βλέμματα που έσμιγαν σε αντάμωμα. Το χωριό είχε γιορτή. Απλή, καθημερινή και αυθόρμητη. Λίγο κρασί ή ρετσίνα στην κούπα, κάποια μελιτζάνα τηγανητή στο κουρκούτι, λίγο πεπόνι και καρπούζι στο βαθύ πιάτο, όλα αυτά αρκούσαν για να γιομίσουνε τα πεζούλια κάτω από φορτωμένες περγουλιές και με τον γκιώνη μόνιμη και αδιαίρετη συντροφιά οι έγνοιες έφευγαν ή κρύβονταν στην ηρεμία της νύχτας και κάτω από τα φουσκωμένα στήθη από τον κάματο της μέρας οι παλμοί έβρισκαν ρυθμό και κάποια μάτια γέμιζαν από χαρά που ξεχείλιζε μέσα στην κούπα. Εκείνη ξαναγιόμιζε και δώστου πάλι από την αρχή. Κι ενώ οι μαζώξεις και τα πρόχειρα γλέντια έστελναν σήματα ζωής μέχρι πάνω, στην κορφή του βουνού, εμείς ξεκινούσαμε τις περιπλανήσεις μας. 

Στα πρώτα χρόνια που ξεμακραίναμε από το χωριό, φτάναμε μέχρι τη Μακριαχώρα. Η θέα από το Κόνισμα μας μάγευε. Πόσα χρώματα έντυνε το σούρουπο πάνω από το αψεγάδιαστο ανάγλυφο του νησιού. Εκείνη την ώρα όλο και κάποια χέρια ακουμπούσαν δειλά το ένα το ένα το άλλο, όλο και κάποια κορμιά ριγούσαν ανυποψίαστα, όλο και κάποια μάτια αναζητούσαν ένα βλέμμα στο ημίφως. Εκείνη την ώρα που ο ήλιος βασίλευε, ήμασταν άτρωτοι, εκείνη την ώρα γεννούσαμε ό,τι κυοφορούσαν τόσους μήνες τα εφηβικά κορμιά μας. Τον άφθαρτο, αγνό, σφριγηλό έρωτα. Αργότερα, που κυκλοφορούσαμε με χαρτζιλίκι στην τσέπη και νομίζαμε ότι θα αγοράζαμε με αυτό τον κόσμο όλο, πηγαίναμε ποδαράτοι μέχρι το καφενείο του Λίτση, κοντά στην εκκλησιά του Αη Νικόλα. Οι μεγαλύτεροι φτάνανε πάντα πιο αργά, καβάλα σε παπάκια με κομμένες ποδιές και απαραιτήτως δίχως καθρέφτες.

Ο Λίτσης ήτανε ένας εξηντάρης, πάντα περιποιημένος, στην πένα, γκρίζομάλλης με μια ιδέα από μουστάκι να στριμώχνεται ανάμεσα από το άνω χείλος και τη μύτη του. Το καφενείο του συγυρισμένο, ασβεστωμένο ολόγυρα, με γλάστρες με φουντωτά γεράνια στην εξωτερική διακόσμηση και δυο τρία κάδρα στο εσωτερικό, το ένα με το Ποντικονήσι. Ο κατάλογος καταστήματος διέθετε μετρημένες επιλογές. Παγωτά, αναψυκτικά, υποβρύχιο, λουκούμι, πατατάκια με ρίγανη και από καφέδες, ελληνικός ή νες καφέ φραπές. Αυτό το τελευταίο δεν ήτανε το φόρτε του Λίτση και μέσα από το ποτήρι-σωλήνα διέκρινες το διαυγές μίγμα, σύνθεση που μάλλον δεν ταίριαζε σε καφέ, κανενός είδους. Κάποιοι προχωρημένοι παράγγελναν φραπέ με παγωτό. Ίσως να ήθελαν να δείξουν στους υπόλοιπους ότι γνωρίζουν τις νέες τάσεις της εποχής και μάλιστα συχνάζουν σε μοδάτες καφετέριες με μπαμπού πολυθρόνες και μεγάλους καθρέφτες. Ο γυρισμός από του Λιτση γινόταν μελωδικά. Έντεχνοι στίχοι εναλλάσσονταν με ποπ σουξέ και κάποιες φορές έβγαινε από μέσα μας ο λυρισμός του Χατζηδάκι, η ποίηση του Γκάτσου και η μελαγχολία του Λοίζου. Στα δεξιά μας το Ιόνιο, στα αριστερά μας το βουνό, πάνω μας το αυγουστιάτικο φεγγάρι και στη μέση εμείς να βαδίζουμε, πιο ελεύθεροι από όσο μπορούσαμε να αντέξουμε. Οι αναμνήσεις του καλοκαιριού ξεπηδούν ζωηρά και κατακλύζουν κάθε αγγείο του εγκεφάλου μου. Μπορώ να γράφω ασταμάτητα, όμως η θάλασσα με προκαλεί. Βυθίζω τα πόδια μου στην άμμο και για φαντάσου!
Αυτά μικραίνουν, μικραίνω ολόκληρη και συρρικνώνω τα χρόνια μου. Η μάνα μου με τυλίγει με μια ριγέ θαλασσιά πετσέτα από την "Πειραϊκή - Πατραϊκή". «Έλα πάμε, είναι αργά. Εγόδερες εσήμερα. Αύριο πάλε». Αύριο; Μα αύριο θα έχω μεγαλώσει. Θα είμαι πια σωστή γυναίκα. Ήθελα να της πω, μα κρατήθηκα. Έβγαλα τη θαλασσιά πετσέτα από τους ώμους μου και τη δίπλωσα τόσο, σαν ένα κομμάτι χαρτί. Μάζεψα όλα μαζί τα καλοκαίρια μου, τα βούτηξα στη γλύκα των φρούτων της εποχής, στη γλύκα της ζωής εκείνης και έκλεισα το Πορτόνι πίσω μου. Αυτό ήταν λοιπόν. Ξεκινάμε!
Καλό Καλοκαίρι.