Φωτό: Στέφανος Σγούρος
Μια υπέροχη αναδρομή σε καλοκαίρια περασμένα από τη μοναδική πένα της Σταματέλας Πουλή του πολύπαθου τρίτου τεύχους {ολόκληρο το κείμενο}
"Ο Θερτής, ο Αλωνάρης κι ένας Αύγουστος παραπονιάρης"
«Επροϊβάστηκες εσύ; Έλα, καλό πρόοδο κάνε!», ρωτούσανε οι χωριανές. Τελευταία μέρα του σχολείου, επίσημη πρώτη του καλοκαιριού. Φτάναμε για τα καλά στα μέσα του Ιούνη, του Θερτή, όπου με λαχτάρα περιμέναμε να ξεπλύνουμε με βουτιές τη μυρωδιά του σχολείου. Η οσμή του πλαστικού στα μπλε τετράδια μαζί με ξύσμα από μολύβι κι εκείνη η μεταλλική μυρωδιά της τάξης που θύμιζε ιώδιο ανακατεμένο με τριμμένη κιμωλία. Οι χωριανές καχύποπτα επέμεναν «και με το πόσο το πήρες παναπεί;». Ποιος νοιαζόταν αλήθεια; Έπαινο στην ορθοπεταλιά και άριστα στο μακροβούτι θέλαμε. Το καλοκαίρι ήταν εδώ για να μας ξεμυαλίσει, να μας συνεπάρει, να ερεθίσει τα ζωντανά κορμιά, να φτιάξει εκρηκτική ύλη ξενοιασιάς, ανεμελιάς, φιλίας και έρωτα. Όλοι στη γραμμή της εκκίνησης για την πιο συναρπαστική κούρσα. Μια κούρσα όμως που ο τερματισμός προκαλούσε μελαγχολία κι ένα κρυφό παράπονο γιατί πάντα στο τέλος της ξέφρενης πορείας μας, όλα έμοιαζαν τόσο λίγα, τόσο σύντομα.
Στα καρέ του φωτοφινίς ξεδιπλώνεται η ζωή. Οι απολαύσεις που πρόσφερε το χωριό στα παιδικά μου καλοκαίρια ήταν λιτές, καθημερινές και γήινες. Λίγα σκάμνα ή κεράσια που τα μάζευε η μάνα μου από το χτήμα και μας τα φέρνε σ' ένα λατί που στον πάτο του είχε στρώσει κληματόφυλλα. Κομμένες φέτες καρπούζι στο μεσημεριανό τραπέζι με τα ζουμιά του να τρέχουν στο πηγούνι μου, χέρια να κολλάνε από τη γλύκα του βερίκοκου και το απόγιομα -τι ευτυχία- παγωτό από του Τρύπα. Ετούτη η ώρα του παγωτού είχε κάτι ιερό έως μυσταγωγικό. Έκρυβε την μοναχική απόλαυση του δροσερού παράδεισου γιατί κανένας μας δεν ήθελε να το μοιραστεί ούτε για όλα τα βασίλεια του κόσμου. Αφθονία δεν υπήρχε και τίποτα δεν ήταν δεδομένο. Ίσως γι' αυτό να γεύτηκα ως το τελευταίο κύτταρο της παιδικότητάς μου, όλα τα καλούδια που κάποιο χέρι μου έδινε από φροντίδα και νοιάξιμο. Τα κληματόφυλλα στο λατί, η πιο καλή φέτα καρπούζι, το εικοσάρικο για παγωτό κι ύστερα το καθαρό μοσχομυριστό μου φανελάκι και το πλύσιμο των χεριών με Άβα και μια βρεγμένη χούφτα να μου καθαρίζει τα μούτρα με νερό από το πηγάδι για να με δροσίσει.
Τα μεσημέρια ο ύπνος ήτανε υποχρεωτικός με άγραφο νόμο των μανάδων και σφραγίδα με βουλοκέρι την απειλή του Μεσημερά. Εμένα το κρεβάτι μου δεν με χωρούσε. Φάνταζε τόσο μικρό μπροστά στη μεγάλη μου λαχτάρα να σεργιανίσω μοναχή μου, να κάνω δικό μου το καθετί γύρω μου. Να νιώσω ότι ψηλώνω ως τον καταγάλανο ουρανό και αγναντεύοντας την απλωσιά να πετάξω πάνω από τη θαλασσιά λεκάνη της Μπενίτσας, να χαιρετίσω βάρκες και καΐκια στα ανοιχτά, να ξεμακρύνω ως το Αχίλλειο και να δροσίσω το κορμί μου με μια βουτιά στα νερά που λαμπύριζαν κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο, στον Πόντε του Φρουρίου.
Τα μπάνια στο Φρούριο θύμιζαν εκστρατεία. Κάποιες μανάδες και δυσανάλογα πολλά παιδιά –φαίνεται όσες δεν μπορούσανε να ακολουθήσουν στέλνανε τα βλαστάρια τους υπό την κηδεμονία κάποιας γειτόνισσας– μπαίναμε στο πρωινό λεωφορείο για τη χώρα κουβαλώντας τσάντες γιομάτες εφόδια, αλλαξιές με ρούχα, μπρατσάκια, κολατσιό, νερά, κουβαδάκια, σε μια συμμάζωξη με γέλια, φωνές και κλάματα γιατί όλο και κάποιος δεν θα ήτανε «καλό παιδί» και απάνου από την Κοντραφόσα πέφτανε φούσκοι συμπαγείς, βουνίσιοι. Αυτό το γκροτέσκο μαναδοπαιδολόι δεν σκόπευε να κάνει κατάληψη του τελευταίου υψώματος, αλλά πολύ απλά κι ανθρώπινα θέλαμε να κάνουμε ένα ρημαδομπάνιο κι ύστερα όπως όπως να πάρουμε το λεωφορείο από το Σαρόκο και να πάμε σπίτια μας. Εκεί όπου ξέραμε και μας ξέρανε, γιατί όσοι μας μάθανε από τον Πόντε μέχρι τα Μπάνια τ' Αλέκου, όπου φτάνανε οι φωνές μας, δεν θα θέλανε να συνάψουνε φιλίες μαζί μας, ούτε αν ήμασταν οι τελευταίοι άνθρωποι στον πλανήτη κι ύστερα από μας θα χαλούσε η ράτσα. Κάποιοι χωριανοί βρίσκανε την επιλογή του Πόντε πολύ κουραστική και γι αυτό από Κυριακές κατεβαίνανε με τα ποδάρια στη Λαόπετρα. Οι μανάδες μας λέγανε ότι δε μας θέλανε γιατί κάναμε φασαρία και τσου καταριόντανε ενίοτε αλλά μόλις ανεβαίναμε απο τσι γκόγκλες και αφού είχανε γεράσει δέκα χρόνια η καθεμία που γλιτώσαμε από πνιγμούς, και λοιπά δυστυχήματα, τη Λαόπετρα ονειρεύονταν οι δόλιες κι ας μην το μαρτυρούσαν.
Τα καλοκαίρια ζωντάνευε μέσα μου το επιχειρηματικό μου δαιμόνιο. Ήθελα να βγάλω λεφτά. Τα εικοσάρικα για παγωτά μου φαίνονταν λίγα και πολλές φορές η μάνα μου καθυστερούσε να με στείλει στον Αρεστή να πάρω τσόκαρα. Ο Αρεστής ήτανε ο πραματευτής του χωριού. Είχε ένα μαγαζάκι - αποθήκη αλλά κυρίως γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά φορτώνοντας το γάιδαρο με δυο κοφίνια όπου μέσα αράδιαζε σαγιονάρες πλαστικές, κιλότες, φανέλες, τσιμπιδάκια, ρόμπες, καπέλα και ό,τι έβαζε ο νους και είχε ανάγκη η κάθε χωριανή που είχε φάει μεν τα χέρια της στη λάτρα, αλλά μια ρόμπα εμπριμέ με μαργαρίτες κίτρινες θα ήταν όνειρο. Όσο για το μαγαζί του, ήτανε όλο κι όλο ένας στενόμακρος διάδρομος, με ράφια ως το ταβάνι, όπου στοίβαζε ο Αρεστής το εμπόρευμα. Πολύ μου άρεσε να μπαίνω εκεί μέσα, γιατί πάντα κάτι ψιωνίζαμε, αλλά κυρίως γιατί επικρατούσε πάντα ησυχία, λες και τα τόσα πράματα ρουφούσαν και τον παραμικρό ήχο του έξω κόσμου. Τα αρώματα από καινούριο πλαστικό και βαμβακερό ύφασμα βούλωναν τα ρουθούνια μου και καταλάμβαναν το λιγοστό όγκο του μικρού διαδρόμου. Ο Αρεστής λοιπόν είχε το καλό πράμα. Τα τσόκαρα. Καλοκαίρι χωρίς τσόκαρα, Κυριακή χωρίς παστιτσάδα. Έτρωγα τ' αυτιά τση μάνας μου να μου αγοράσει. «Θα τα χαλάσεις από τώρα. Θα τριφτεί η γόμα από κάτου κι ύστερα θα είναι για ρίξιμο», μου έλεγε κάθε τόσο. «Αφού λοιπόν ο Αρεστής πουλούσε πράματα στο χωριό, θα πουλήσω κι εγώ», σκέφτηκα. Το σχέδιο ήταν απλό. Κάθε καλοκαίρι μας αγοράζανε από του Λυκούδη το βιβλίο «Χαρούμενες Διακοπές», με ασκήσεις και κείμενα, που θα μας προετοίμαζε για την επόμενη τάξη. Εγώ λοιπόν αντί να λύνω ασκήσεις και να σκοτίζομαι καλοκαιριάτικα, έκοβα με το ψαλιδάκι μου τις εικόνες που είχε μέσα και παραμόνευα σε ποια γειτονιά θα κάτσει η γιαγιά μου να κάμει τον κροσέ της και να πει την κουβέντα της και πήγαινα κι εγώ ξωπίσω της.
Έβρισκα το πιο καθαρό σκαλί και έβανα στη σειρά τη χάρτινη πραμάτεια μου. Όταν δεν έβρισκα καθαρό σκαλί, σκούπιζα κάποιο με τις χούφτες μου. Τότε με συλλάμβανε η γιαγιά μου με την άκρη του ματιού της και με μάλωνε: «Μη βάνεις τα χέρια σου αυτού που κατουρούνε οι σκύλοι». Αυτό που όπου έβανα τα χέρια μου, είχανε προηγουμένως κατουρήσει οι σκύλοι, ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Εκ του ασφαλούς λοιπόν πήγαινα εκεί όπου ήτανε και η γιαγιά μου, για να μη με διώξουνε οι υπόλοιπες γριές κακήν κακώς μόλις θα τσου γύρευα και λεφτά από πάνω για ένα κομμάτι ζωγραφιστό χαρτί. Το κόλπο έπιανε και οι δουλειές πηγαίνανε καλά. Ώσπου μια μέρα, ανακάλυψε η μάνα μου το πετσοκομμένο βιβλίο, μου έδωκε δυο τρεις στα πισινά και με ανάγκασε να λύσω όλες τις ασκήσεις με το στανιό. Η αλήθεια είναι πως η άρνησή μου να πιάσω μολύβι μες στο καλοκαίρι ήτανε τέτοια, λες και το είχανε κατουρήσει οι σκύλοι ένα πράμα. Εδώ μάλιστα, ταιριάζει μια χαρά. Δεν υπήρξα υπόδειγμα επιμέλειας και όλο σκάρωνα φασαρίες, αλλά στο παιγνίδι και στην παρέα έδειχνα ευλαβική συνέπεια.
Οι παρέες αποτελούσαν πάντα μεγάλο κεφάλαιο του καλοκαιριού. Εκείνα τα χρόνια ήμασταν πολλά παιδιά στο χωριό ή εν πάση περιπτώσει, τόσα ώστε να χωράμε σε διθέσιο δημοτικό σχολείο με νηπιαγωγείο παρακαλώ. Ο πυρήνας της παρέας ήμασταν εμείς, οι γνώριμοι του χωριού και κάθε απόγιομα οχυρωνόμασταν στο ξέφωτο του Νίκαντρου, σε ένα ύψωμα στην άκρη του χωριού όπου για μας ήτανε προπύργιο ατελείωτου παιγνιδιού, μέχρι να βραδιάσει και να φανεί από το στενό του Πιέρρη κάποια μάνα με τα χέρια στη μέση –στάση που δε σήκωνε πολλές κουβέντες– κι έτσι παίρναμε το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι, ιδρωμένοι, λίγο σακατεμένοι, αποκαμωμένοι, σκονισμένοι, όμως είχαμε θρέψει για τα καλά το πιο υγιές κομμάτι του εαυτού μας. Την ανεμελιά!
Στου Νίκαντρου, κάτω από τις γερασμένες ελιές, ζωντάνευαν στα χέρια μας ακόμα και τα πιο ευτελή υλικά. Το χώμα και τα χαλίκια κι ανάμεσά τους ξερά γιόφυλλα, κάποιο παραπεταμένο τσουκάλι ή ένας τρύπιος σίσκλος , όλα τα αξιοποιούσαμε σε κατασκευές με φαντασία χωρίς τελειωμό, χωρίς αύριο. Παραμονές τση Οδήτριας μόνο είχαμε περιορισμό να κάτσουμε ήσυχοι, γιατί μπαίνανε οι επίτροποι τση εκκλησιάς να ευπρεπίσουνε το χώρο για το πανηγύρι στις 23 του Αυγούστου. Ασπρίζανε τσι οχτιές, κόβανε τα χόρτα και στήνανε με τάβλες και ξύλα την εξέδρα για την ορχήστρα. Μέχρι να ξεστήσουνε την εξέδρα , από την επόμενη του πανηγυριού, βρίσκαμε εκεί τον τέλειο χώρο για να παίξουμε ξενοδοχείο. Όλοι χωμένοι κάτω απο τση τάβλες, πελάτες και προσωπικό με παροχή υπηρεσιών υψηλής αισθητικής, μέσα στη σκόνη και τη βρώμα. Όσο περισσότερο μας ταλαιπωρούσε ένα παιχνίδι, τόσο πιο συναρπαστικό γινόταν. Άμα ήτανε και ριψοκίνδυνο, μας προκαλούσε ντελίριο από μια ουσία που λέγεται αδρεναλίνη, αλλά δεν την ξέραμε τότε.
Ο Αύγουστος σηματοδοτούσε πάντα τον ερχομό των φίλων. Το χωριό γέμιζε ξενιτεμένους χωριανούς κι έτσι τα φορτωμένα Ι.Χ τους έφερναν μαζί και από κάποιο φίλο του καλοκαιριού. Η παρέα μεγάλωνε κι άλλο. Οι γειτονιές τραγουδούσαν, στα καντούνια συνωστίζονταν ήχοι από γέλια, ονόματα, τσουγκρίσματα ποτηριών, τριξίματα καρέκλας, παραθυρόφυλλα που άνοιγαν διάπλατα το πρωί, και έκλειναν λιμπρέτα τα μεσημέρια, κάποια κιθάρα με ένα ακορντεόν που ανάσαινε και πάλι, φωνές που έσμιγαν σε τραγούδι, βλέμματα που έσμιγαν σε αντάμωμα. Το χωριό είχε γιορτή. Απλή, καθημερινή και αυθόρμητη. Λίγο κρασί ή ρετσίνα στην κούπα, κάποια μελιτζάνα τηγανητή στο κουρκούτι, λίγο πεπόνι και καρπούζι στο βαθύ πιάτο, όλα αυτά αρκούσαν για να γιομίσουνε τα πεζούλια κάτω από φορτωμένες περγουλιές και με τον γκιώνη μόνιμη και αδιαίρετη συντροφιά οι έγνοιες έφευγαν ή κρύβονταν στην ηρεμία της νύχτας και κάτω από τα φουσκωμένα στήθη από τον κάματο της μέρας οι παλμοί έβρισκαν ρυθμό και κάποια μάτια γέμιζαν από χαρά που ξεχείλιζε μέσα στην κούπα. Εκείνη ξαναγιόμιζε και δώστου πάλι από την αρχή. Κι ενώ οι μαζώξεις και τα πρόχειρα γλέντια έστελναν σήματα ζωής μέχρι πάνω, στην κορφή του βουνού, εμείς ξεκινούσαμε τις περιπλανήσεις μας.
Στα πρώτα χρόνια που ξεμακραίναμε από το χωριό, φτάναμε μέχρι τη Μακριαχώρα. Η θέα από το Κόνισμα μας μάγευε. Πόσα χρώματα έντυνε το σούρουπο πάνω από το αψεγάδιαστο ανάγλυφο του νησιού. Εκείνη την ώρα όλο και κάποια χέρια ακουμπούσαν δειλά το ένα το ένα το άλλο, όλο και κάποια κορμιά ριγούσαν ανυποψίαστα, όλο και κάποια μάτια αναζητούσαν ένα βλέμμα στο ημίφως. Εκείνη την ώρα που ο ήλιος βασίλευε, ήμασταν άτρωτοι, εκείνη την ώρα γεννούσαμε ό,τι κυοφορούσαν τόσους μήνες τα εφηβικά κορμιά μας. Τον άφθαρτο, αγνό, σφριγηλό έρωτα. Αργότερα, που κυκλοφορούσαμε με χαρτζιλίκι στην τσέπη και νομίζαμε ότι θα αγοράζαμε με αυτό τον κόσμο όλο, πηγαίναμε ποδαράτοι μέχρι το καφενείο του Λίτση, κοντά στην εκκλησιά του Αη Νικόλα. Οι μεγαλύτεροι φτάνανε πάντα πιο αργά, καβάλα σε παπάκια με κομμένες ποδιές και απαραιτήτως δίχως καθρέφτες.
Ο Λίτσης ήτανε ένας εξηντάρης, πάντα περιποιημένος, στην πένα, γκρίζομάλλης με μια ιδέα από μουστάκι να στριμώχνεται ανάμεσα από το άνω χείλος και τη μύτη του. Το καφενείο του συγυρισμένο, ασβεστωμένο ολόγυρα, με γλάστρες με φουντωτά γεράνια στην εξωτερική διακόσμηση και δυο τρία κάδρα στο εσωτερικό, το ένα με το Ποντικονήσι. Ο κατάλογος καταστήματος διέθετε μετρημένες επιλογές. Παγωτά, αναψυκτικά, υποβρύχιο, λουκούμι, πατατάκια με ρίγανη και από καφέδες, ελληνικός ή νες καφέ φραπές. Αυτό το τελευταίο δεν ήτανε το φόρτε του Λίτση και μέσα από το ποτήρι-σωλήνα διέκρινες το διαυγές μίγμα, σύνθεση που μάλλον δεν ταίριαζε σε καφέ, κανενός είδους. Κάποιοι προχωρημένοι παράγγελναν φραπέ με παγωτό. Ίσως να ήθελαν να δείξουν στους υπόλοιπους ότι γνωρίζουν τις νέες τάσεις της εποχής και μάλιστα συχνάζουν σε μοδάτες καφετέριες με μπαμπού πολυθρόνες και μεγάλους καθρέφτες. Ο γυρισμός από του Λιτση γινόταν μελωδικά. Έντεχνοι στίχοι εναλλάσσονταν με ποπ σουξέ και κάποιες φορές έβγαινε από μέσα μας ο λυρισμός του Χατζηδάκι, η ποίηση του Γκάτσου και η μελαγχολία του Λοίζου. Στα δεξιά μας το Ιόνιο, στα αριστερά μας το βουνό, πάνω μας το αυγουστιάτικο φεγγάρι και στη μέση εμείς να βαδίζουμε, πιο ελεύθεροι από όσο μπορούσαμε να αντέξουμε. Οι αναμνήσεις του καλοκαιριού ξεπηδούν ζωηρά και κατακλύζουν κάθε αγγείο του εγκεφάλου μου. Μπορώ να γράφω ασταμάτητα, όμως η θάλασσα με προκαλεί. Βυθίζω τα πόδια μου στην άμμο και για φαντάσου!
Αυτά μικραίνουν, μικραίνω ολόκληρη και συρρικνώνω τα χρόνια μου. Η μάνα μου με τυλίγει με μια ριγέ θαλασσιά πετσέτα από την "Πειραϊκή - Πατραϊκή". «Έλα πάμε, είναι αργά. Εγόδερες εσήμερα. Αύριο πάλε». Αύριο; Μα αύριο θα έχω μεγαλώσει. Θα είμαι πια σωστή γυναίκα. Ήθελα να της πω, μα κρατήθηκα. Έβγαλα τη θαλασσιά πετσέτα από τους ώμους μου και τη δίπλωσα τόσο, σαν ένα κομμάτι χαρτί. Μάζεψα όλα μαζί τα καλοκαίρια μου, τα βούτηξα στη γλύκα των φρούτων της εποχής, στη γλύκα της ζωής εκείνης και έκλεισα το Πορτόνι πίσω μου. Αυτό ήταν λοιπόν. Ξεκινάμε!
Καλό Καλοκαίρι.